- ὠκυρέεθρος
- ὠκυρέεθροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωκυρέεθρος — ον, ΜΑ ὠκύρ(ρ)οος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + ρεεθρος (< ῥέεθρον / ῥεῖθρον < ῥέω] … Dictionary of Greek
ὠκυρέεθρον — ὠκυρέεθρος masc/fem acc sg ὠκυρέεθρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TIGRIS — I. TIGRIS quadrupedum pulcherrima, ut pavo avium, Oppianus, Cyneget. l. 3. v. 340. Τίγριδος αὖ μετέπειτα κλυτὸν δέμας ἀείδωμεν Τῆς οὐ τερπνότερον φύσις ὤπαϚε τεχνήεςςα, Ο᾿φθαλμοῖσιν ἰδεῖν, θηρῶν μετὰ πουλυν` ὅμιλον, Τόςςον δ᾿ ἐν θήρεςςι μέγ᾿… … Hofmann J. Lexicon universale